- στομοδόκος
- -ον, Αστωμύλος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στομοδόκον — στομοδόκος masc/fem acc sg στομοδόκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμοδόκον — Α (κατά τον Ησύχ.) «στωμύλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού στομοδόκος*, πιθ. κατ επίδραση τού στωμύλος] … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek